λογογραφία

λογογραφία
λογογρᾰφ-ία, ,
A writing of speeches: and generally, of prose, Pl. Phdr.257e, 258b;

ἱστορία καὶ ἡ ἄλλη λ. Hermog.Id.2.12

; esp. speech-writing for money, Demad.8.
2 office of official recorder in a lawcourt, PAmh.2.82.7 (iii/iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λογογραφία — λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc/acc dual λογογραφίᾱ , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίᾳ — λογογραφίαι , λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφία — η (Α λογογραφία) [λογογράφος] νεοελλ. η συγγραφή πεζογραφημάτων αρχ. 1. η συγγραφή ή σύνταξη λόγων, συνήθως ρητορικών και επ αμοιβή 2. η υπηρεσία ή το αξίωμα τού αρχειοφύλακα δικαστηρίου …   Dictionary of Greek

  • λογογραφία — η η λογοτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογογραφίας — λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem acc pl λογογραφίᾱς , λογογραφία writing of speeches fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαι — λογογραφία writing of speeches fem nom/voc pl λογογραφίᾱͅ , λογογραφία writing of speeches fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαν — λογογραφίᾱν , λογογραφία writing of speeches fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογογραφίαις — λογογραφία writing of speeches fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • λογογραφικός — ή, ό (Α λογογραφικός, ή, όν) [λογογράφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογογράφο ή στη λογογραφία, στη σύνταξη λόγων ή πεζού λόγου («σὺ δ ἔχεις ἀνάγκην λογογραφικήν» σού χρειάζονται κανόνες συγγραφής, Πλάτ.) αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λογογράφοι — Έτσι ονομάζονται οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς γενεαλογικών, γεωγραφικών, εθνογραφικών και ιστορικών αφηγήσεων, σε πεζό λόγο, οι οποίοι εμφανίστηκαν τον 6ο αι. π.Χ. · τον όρο χρησιμοποίησε πρώτος ο Θουκυδίδης (Α, 21). Οι αρχαιότεροι λ. (Κάδμος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”